- προμηνυτής
- ὁ, θηλ. προμηνύτρια, Α [προμηνύω]1. (το αρσ.) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά2. το θηλ. α) αυτή που προαναγγέλλει κάτιβ) η προδότρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμηνυταῖς — προμηνυτής one who gives information in advance masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηνυτέα — προμηνυτής one who gives information in advance masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηνυτῶν — προμηνυτής one who gives information in advance masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδέκτωρ — ορος, ὁ, Α ιων. τ. αυτός που δείχνει κάτι εκ τών προτέρων, ο προμηνυτής τού μέλλοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δέκτωρ (< δέχομαι)] … Dictionary of Greek
προμηνυτίς — ίδος, ἡ, Μ η προμηνύτρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προμηνυτής + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
προμηνύτρια — ἡ, Α βλ. προμηνυτής … Dictionary of Greek